- Στόρμπεργκ
- Νφρ. «σειρά Στόρμπεργκ»γεωλ. υποδιαίρεση πετρωμάτων τού ανώτερου τριαδικού που ανήκουν στο σύστημα καρού τής Αφρικής, τής οποίας τα πετρώματα χωρίζονται σε τέσσερεις κύριες υποδιαιρέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.